λεπιδόστεος

λεπιδόστεος
(Lepidosteus). Γένος ολεόστεων ψαριών της τάξης των γιγκλυμωδών, της οικογένειας των λεπιδοστεϊδών. Ο λ. είναι το μοναδικό γένος από τα ψάρια αυτά που ζει ακόμα. Οι λ. έχουν μακρουλό ρύγχος, σαν ράμφος, και σαγόνια οπλισμένα με ισχυρά δόντια. Το σώμα τους είναι λεπτό και ευλύγιστο και το μήκος τους φτάνει το 1,5 μ., μερικές φορές και τα 3 μ. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με πολύ σκληρά λέπια. Όλα τα είδη ζουν στα ζεστά νερά των ποταμών της Βόρειας και της Κεντρικής Αμερικής. Υπάρχει επίσης και το είδος λ. ο κινεζικός, που ζει στην Κίνα. Τα ψάρια αυτά, αν και ζουν σε σχετικά μεγάλο βάθος, ανεβαίνουν συχνά στην επιφάνεια για να ζεσταθούν. Οι λ. τρέφονται με άλλα ψάρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… …   Dictionary of Greek

  • αμιοειδή — (amioidai). Ψάρια της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Τα ψάρια αυτά είναι από τα πιο πρωτόγονα και υπάρχουν πολλά απολιθώματά τους σε στρώματα της ηωκαίνου περιόδου του καινοζωικού αιώνα. Τα μοναδικά γένη που συνεχίζουν να ζουν μέχρι σήμερα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • γιγκλυμώδη — (ginglymodi). Τάξη ψαριών, που αριθμεί μόνο μία οικογένεια, εκείνη των λεπιδοστεϊδών, με σημαντικότερρο εκπρόσωπό της το ψάρι λεπιδόστεος. Το ψάρι αυτό ζει στα γλυκά νερά της Αμερικής. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι το μακρουλό ρύγχος του που… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”